Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Το τι το πως και το γιατί της διδασκαλίας της Φυσικής

 

  • Μήπως για να κάνουμε πιο αγαπητή τη Φυσική στους μαθητές μας θα πρέπει να διδάσκουμε σύγχρονη Φυσική και όχι τη Φυσική του προηγούμενου και του παρα προηγούμενου αιώνα; Μήπως αυτά που θα διδάσκουμε θα πρέπει να αναφέρονται σε σύγχρονα καθημερινά προβλήματα και τεχνολογίες; ( Φιλοσοφία STEM ). Μήπως η διδασκαλία μας θα πρέπει να είναι καθαρά μαθητοκεντρική με την πραγματοποίηση πειραμάτων και τη χρήση νέων τεχνολογιών; Μήπως όσο αφαιρούμε τα μαθηματικά από τη φυσική τόσο πιο κατανοητή αλλά και πιο ευχάριστη γίνεται για τους μαθητές μας;
  • Πρέπει να υπάρχουν στεγανά μεταξύ φυσικής και μαθηματικών στην εκπαιδευτική διαδικασία; Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει άραγε αφού οι μαθητές αποδείξουν μαθηματικά ότι οι γωνίες ενός τριγώνου είναι 180 μοίρες να επιχειρήσουν και να τις μετρήσουν ώστε  να διαπιστώσουν αν η πρόταση που απέδειξαν ισχύει και στην πράξη; Ή μήπως μια τέτοια δραστηριότητα είναι αποπροσανατολιστική και επομένως περιττή;
  • Τελικά τι σχέση μπορούν να έχουν τα όμοια τρίγωνα ή το πυθαγόρειο θεώρημα με τη Φυσική και τη σύγχρονη Αστρονομία; Η γνώση αυτή πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διδακτέας ύλης για το Γυμνάσιο αλλά και για τη Γενική Παιδεία του Λυκείου; Με άλλα λόγια θα πρέπει ένας μελλοντικός Φιλόλογος ή Νομικός να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Ερατοσθένης μέτρησε την ακτίνα της Γης πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια;
  • Τι θα πρέπει να γνωρίζουν οι απόφοιτοι του Γυμνασίου όσον αφορά τη Φυσική; Τους βασικούς φυσικούς νόμους, ή τα βασικά φυσικά φαινόμενα και τις εφαρμογές τους; Π.χ το νόμο της παγκόσμιας έλξης ή τον τρόπο με τον οποίο διορθώνεται η μυωπία όταν φοράνε γυαλιά;
  • Μήπως τελικά η Αστρονομία και η Γεωμετρία είναι παρωχημένες γνώσεις αφού τώρα υπάρχει πλέον η τεχνητή νοημοσύνη; Που θα μας χρησιμεύσει η δεξιότητα να μπορούμε να αποδεικνύουμε ότι οι κατά κορυφήν γωνίες είναι ίσες; Μήπως η στατιστική και οι πιθανότητες είναι πιο χρήσιμες γνώσεις από την Ευκλείδεια Γεωμετρία και την Αστρονομία;
  • Πόσο σημαντική είναι η διδασκαλία των σφαλμάτων και των σημαντικών ψηφίων στη Θετική κατεύθυνση του Λυκείου; Πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα εκτίμησης μίας τιμής ενός μεγέθους; Είναι άραγε το ίδιο σημαντική αυτή η γνώση από τη διδασκαλία του Ηλεκτρομαγνητισμού ή της Σύγχρονης Φυσικής;
  • Πόσο επιβεβλημένη είναι η πραγματοποίηση πειραμάτων σε μία εποχή που έχουμε πλέον διαδραστικούς πίνακες μέσω των οποίων μπορούμε να προβάλουμε τα αντίστοιχα βίντεο καθώς και εξαιρετικά προγράμματα προσομοίωσης;

Επιχειρώντας να απαντήσω σε μερικές από τις παραπάνω ερωτήσεις θα εκφράσω τη δική μου άποψη σχετικά με διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών στο χώρο της Β/θμιας Εκ/σης.
Θεωρώ ότι οι Αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στην ανθρωπότητα δύο σπουδαία δώρα. Το πρώτο αναφέρεται στο πολίτευμα της Δημοκρατίας και το δεύτερο στην έννοια της αυστηρής μαθηματικής απόδειξης. Και τα δύο αυτά δώρα νομίζω ότι θα πρέπει να είναι ενταγμένα στο πρόγραμμα σπουδών της παιδείας μας. Γι αυτό θεωρώ ότι η διδασκαλία της Ευκλείδειας Γεωμετρίας θα πρέπει ν’ αποτελεί έναν βασικό κορμό της εκπαίδευσής μας. Όχι τόσο για τη χρησιμότητά της στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου, όσο για τον τρόπο σκέψης που αναπτύσσεται μέσω της διδασκαλίας της. Εξ’ άλλου και η διδασκαλία του Ομήρου που διδάσκεται για χιλιάδες χρόνια σε όλο τον πλανήτη, δεν διδάσκεται για χρησιμοθηρικούς λόγους.

Θεωρώ ότι η αφαίρεση της Αστρονομίας από το πρόγραμμα σπουδών της Β/θμιας Εκ/σης είναι μέγα λάθος. Και αυτό γιατί μέσω αυτού του μαθήματος αναδεικνύεται με τον ωραιότερο τρόπο η μικρότητα του ανθρώπου μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Μέσω της Αστρονομίας μεταφέρεται στους μαθητές μας όλη η επιστημονική και φιλοσοφική κληρονομιά των αρχαίων μας προγόνων, πάνω στην οποία κτίστηκε όλος ο  Δυτικός πολιτισμός. Όλη η Ελληνική μυθολογία έχει αποτυπωθεί στα ονόματα των ουρανίων σωμάτων και αστερισμών. Ονομασίες που βρίσκονται στο λεξιλόγιο όλων σχεδόν των γλωσσών του κόσμου.

Θεωρώ ότι είναι εσφαλμένη η άποψη ότι θα πρέπει να διδάσκουμε την σύγχρονη φυσική και όχι τη φυσική του περασμένου ή του παρα περασμένου αιώνα. Έχω την άποψη ότι η κλασσική φυσική θα διδάσκεται εις τους αιώνας των αιώνων όπως πχ και τα Ομηρικά έπη. Θεωρώ ότι είναι αδύνατο να διδάξει κάποιος σύγχρονη φυσική αν δεν περάσει από τα μονοπάτια της κλασσικής φυσικής. Θεωρώ ότι είναι πιο ουσιαστικό να γνωρίζει κάποιος το φαινόμενο της διάθλασης από το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο ή φαινόμενο σήραγγας. Γιατί το φαινόμενο της διάθλασης είναι ένα φαινόμενο πολύ πλούσιο σε θεωρητικό επίπεδο και σε εφαρμογές ( μέσω αυτού του φαινομένου αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε) και θα πρέπει να διδάσκεται σε όλη τη Β/θμια Εκ/ση και όχι μόνο.

Τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις θα πρέπει να τις παρέχουμε ως επί το πλείστον στη διδασκαλία της Γενικής παιδείας, ενώ στην Κατεύθυνση θα πρέπει να τις περιορίσουμε στο ελάχιστο.  Στην Κατεύθυνση θα πρέπει να διδάσκουμε την ύλη την οποία μπορούμε να στηρίξουμε είτε πειραματικά είτε λογικά – αποδεικτικά. Θα επαναλάβω μία ακόμη φορά την πίστη μου ότι το αναλυτικό μας πρόγραμμα τόσο στην έκταση της ύλης, όσο και των ωρών διδασκαλίας, θα πρέπει να συνάδει με το μέσο όρο του αναλυτικού προγράμματος των χωρών της Ε.Ε στην οποία είμαστε μέλος.

Αφού αναφέρθηκα γενικά για το τι πρέπει να διδάσκουμε ας αναφερθώ και για το πως. Η φυσική και γενικότερα τα μαθήματα των φυσικών επιστημών είναι τα μοναδικά μαθήματα μέσω των οποίων μπορούμε να προσφέρουμε στους μαθητές αυτό το υπέροχο δώρο που λέγεται πείραμα. Και όταν αναφέρομαι στο πείραμα εννοώ το μετωπικό και όχι το επίδειξης το οποίο το θεωρώ ως ένα επιπλέον εποπτικό μέσο διδασκαλίας όπως την προβολή βίντεο, την παρουσίαση εικονικών πειραμάτων κλπ. Μέσω των πειραμάτων μπορούν οι μαθητές μας να μάθουν να συνεργάζονται δημιουργικά, να βρίσκουν τις κλίσεις τους, να μάθουν να σέβονται τη διαφορετικότητα, να μπορούν να συνθέτουν απόψεις και τόσα άλλα. Πιστεύω ότι εξαιρετικά πειράματα μπορούμε να κάνουμε με ευτελή μέσα.  Πιστεύω όμως ότι τίποτα στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι πανάκεια. Όλα τα εκπαιδευτικά μέσα, όπως το πείραμα, η παρατήρηση, τα προγράμματα προσομοίωσης, η προβολή βίντεο κλπ θα πρέπει να γίνονται με μέτρο, με συγκεκριμένη στοχοθεσία, οργανωμένα κα προσαρμοσμένα στις εκάστοτε ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας,  ανάλογα με το μάθημα, το επίπεδο των μαθητών, τα μέσα και το χρόνος που είναι στη διάθεση του εκπαιδευτικού. Θεωρώ ότι είναι λάθος ο αφορισμός της δασκαλοκεντρικής διδασκαλίας και η εξιδανίκευση της μαθητοκεντρικής. Η σωστή αντιμετώπιση νομίζω ότι βρίσκεται στο μέτρο. Το μάθημα μοιάζει αρκετά με μία θεατρική παράσταση. Τον κυρίαρχο ρόλο τον παίζει ο εκπαιδευτικός ο οποίος θα πρέπει να γνωρίζει άριστα το ρόλο του. Εκτός βέβαια της γνώσης του ρόλου, μεγάλη σημασία έχει και το ταλέντο του ως δάσκαλος. Τόσο το ταλέντο όσο και οι γνώσεις μπορούν να καλλιεργηθούν αρκεί να υπάρχει η αγάπη προς το αντικείμενο.

Γιατί όμως θα πρέπει να διδάσκουμε φυσική ή γενικότερα φυσικές επιστήμες στους μαθητές μας; Ας ξεκινήσουμε από το Γυμνάσιο και τη Γενική παιδεία του Λυκείου. Η διδασκαλία της φυσικής στο Γυμνάσιο και στη Γενική παιδεία του Λυκείου θα πρέπει να έχει προσανατολισμό την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών ώστε να μπορούν να έχουν μία γενική εικόνα του τεχνολογικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούνε. Να μπορούν να ερμηνεύσουν π.χ  γιατί βλέπουν πιο καθαρά τον κόσμο όταν φοράνε γυαλιά, γιατί υπάρχουν σημεία που δεν πιάνει το κινητό τους, γιατί οι δορυφορικές κεραίες έχουν αυτό το σχήμα, πως από τρία μόνο χρώματα που έχουν όλες οι οθόνες παράγεται όλη η γκάμα των χρωμάτων, τι είναι ο ήχος και ποια είναι τα χαρακτηριστικά μίας νότας κλπ κλπ. Θα πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν ότι η κίνηση ενός αυτοκινήτου με νερό είναι θεωρητικά αλλά και πρακτικά αδύνατη. Να μπορούν να υπολογίζουν ότι καίγοντας ένα κιλό βενζίνης παράγονται πάνω από 3 κιλά διοξειδίου του άνθρακα ώστε να μπορούν ν’ αντιληφθούν τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα του πλανήτη. Να μπορούν να επιχειρηματολογήσουν ότι ο πιο φιλόξενος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος όπως ο Άρης φαντάζει κόλαση σε σύγκριση με το πιο αφιλόξενο μέρος του πλανήτη μας.

Για τους μαθητές που θ’ ακολουθήσουν Θετική κατεύθυνση η φυσική που θα διδάξουμε θα πρέπει να είναι μαθηματικοποιημένη. Θα πρέπει επιτέλους το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών τουλάχιστον για τη Θετική κατεύθυνση να εκπονείται από κοινού από τους Μαθηματικούς και τους Φυσικούς. Θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη μεθοδολογία των Φυσικών Επιστημών όπως στην συλλογή εμπειριών από τα πειράματα και στη διατύπωση μαθηματικών μοντέλων και όχι στην πληροφορία. Στη δυνατότητα πρόβλεψης ενός αποτελέσματος και στη μεθοδολογία επιβεβαίωσης ή απόρριψης του μοντέλου. Δεν θα πρέπει να αναλισκόμαστε σε υπερβολικές λεπτομέρειες πάνω στην επίλυση φανταστικών ασκήσεων έξω και πέρα από κάθε πρακτική εφαρμογή. Οι μαθητές μας θα πρέπει να μπορούν να κάνουν εκτιμήσεις μεγεθών και να αντιληφθούν τον καθοριστικό ρόλο που παίζει το σφάλμα και η αβεβαιότητα για τις φυσικές επιστήμες. Οι μαθητές μας θα πρέπει να εκπαιδευτούν ώστε να σκέφτονται ορθολογικά. Γιατί με την ορθολογική σκέψη αποκτούν ένα ευρύ πεδίο ερμηνευτικής ικανότητας του κόσμου που τους περιβάλλει.

Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα θα παραθέσω μερικά φύλλα εργασίας που έχουν να κάνουν με δραστηριότητες που συνδέουν τα μαθηματικά με τη φυσική και ιδιαίτερα με την αστρονομία. Για την πραγματοποίηση των πειραμάτων χρειάζεται ένας χάρακας και ένα μοιρογνωμόνιο. Τα φύλλα εργασίας υλοποιήθηκαν από ομάδες μαθητών της Β’ και Γ΄ Γυμνασίου καθώς και της Α’ Λυκείου με μεγάλη επιτυχία. Η ανταπόκριση από την πλευρά των μαθητών ήταν για μένα μία ευχάριστη έκπληξη.

ΦΥΛΛΑ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

 

Πόσο αδιάβλητος είναι ο μηχανισμός εισαγωγής στα Α.Ε.Ι;

 

Κάθε χρόνο κατά το μήνα Ιούνιο, όλη η Ελληνική κοινωνία ασχολείται με τα θέματα των Πανελλήνιων Εξετάσεων ( πιο σωστά Διαγωνισμών ). Αν ήταν εύκολα, δύσκολα, εντός ή εκτός διδακτέας ύλης, αν παρόμοια είχαν δημοσιευθεί σε διάφορα sites κλπ. Κανείς όμως οργανωμένος φορέας όπως κόμματα, συνδικαλιστικές και επιστημονικές οργανώσεις,  σύλλογοι γονέων κλπ δεν αμφισβήτησε ποτέ το αδιάβλητο εν γένει του μηχανισμού εισαγωγής στα ΑΕΙ. Όλοι πιστεύουν ότι ο μηχανισμός αυτός που μέρος του είναι οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, είναι ο πιο αδιάβλητος θεσμός της Ελληνικής κοινωνίας. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Αρκετοί συμπολίτες μας καταναλώνουν μεγάλη ενέργεια και επινοητικότητα για να βρουν «τρύπες» της νομοθεσίας ώστε με παράνομα και ανήθικα μέσα να πετύχουν το στόχο τους. Είναι απορίας άξιο πως το κάθε νομοθέτημα που έχει συνταχθεί με τις πιο αγαθές προθέσεις, μπορεί να παίξει εν τέλει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο από αυτόν για τον οποίο συντάχθηκε. Αυτό που ισχύει στους διάφορους τομείς της κοινωνικής μας ζωής, ισχύει και στο χώρο της Παιδείας. Με αποτέλεσμα το αδιάβλητο εισαγωγής στα ΑΕΙ  να παρουσιάζει «τρύπες».  Μερικές από τις «τρύπες» του συστήματος είναι οι παρακάτω:

Εισαγωγή μέσω των Εσπερινών Λυκείων:
Τα Εσπερινά Λύκεια έχουν ιδρυθεί για να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες εργαζόμενων μαθητών. Τι πιο ανθρωπιστικό για έναν νομοθέτη να δώσει μία ευκαιρία σε κάποιους αριστούχους εργαζόμενους μαθητές ώστε να μπορούν  να εισαχθούν με ένα ποσοστό και με ειδικές εξετάσεις σε διάφορες σχολές των ΑΕΙ. Αυτό το ευεργετικό και καθ’ όλα σωστό νομοθέτημα το εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι επιτήδειοι ώστε να βοηθήσουν τα τέκνα τους να περάσουν στα ΑΕΙ από αυτή την “τρύπα”. Έτσι είδαμε τέκνα καθηγητών, γιατρών, δικηγόρων, διευθυντών της εκπαίδευσης και της διοίκησης κλπ να μεταγράφονται σε Εσπερινά Λύκεια με πλαστά έγγραφα ενσήμων εργασίας και να εισάγονται σε Ιατρικές, Οδοντιατρικές και Πολυτεχνικές σχολές, στερώντας στην ουσία αυτές τις θέσεις από τους πραγματικά δικαιούχους εργαζόμενους μαθητές.  

Εισαγωγή μέσω των ΕΠΑΛ
Η πιο κατάπτυστη Υπουργική απόφαση του Υπουργείου Παιδείας των τελευταίων δεκαετιών είναι κατά τη γνώμη μου η Φ.153/156280/Α5/20-9-2018 Φ.Ε.Κ 4195. Με την αιτιολογία να κάνουν πιο ελκυστικά τα ΕΠΑΛ οι τότε αξιωματούχοι του Υπουργείου ψήφισαν τον παραπάνω νόμο ο οποίος προβλέπει την κάλυψη 5% των θέσεων των ΑΕΙ από απόφοιτους των ΕΠΑΛ χωρίς τη συμμετοχή τους στις Πανελλήνιες εξετάσεις των ΓΕΛ. Έτσι από τους 1000 περίπου φοιτητές που εισάγονται κάθε χρόνο στην Ιατρική σε όλη τη χώρα, οι 50 ήταν απόφοιτοι των ΕΠΑΛ και μάλιστα συγκεκριμένων ειδικοτήτων που διδάσκονταν το μάθημα Υγείας, όπως π.χ οι μαθητές του τομέα Κομμωτικής!!!. Οι 50 αυτοί μαθητές των ΕΠΑΛ κλέβουν επί της ουσίας ισάριθμες θέσεις από υποψήφιους των ΓΕΛ οι οποίοι μένουν από αυτές τις σχολές με Μ.Ο 18 και άνω. Οι συντάκτες του νομοσχεδίου που σκέφτηκαν αυτόν τον τρόπο για την αναβάθμιση των ΕΠΑΛ, προφανώς καθοδηγήθηκαν από προσωπικά τους κόμπλεξ και όχι από την ανάγκη αναβάθμισης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης της χώρας μας.

Ο νόμος αυτός δημιούργησε μία «τρύπα» από την οποία μαθητές των ΓΕΛ , με την κατάλληλη καθοδήγηση, μεταγράφτηκαν στα ΕΠΑΛ ώστε να πραγματοποιήσουν πιο εύκολα τα όνειρά τους για μια θέση σε Ιατρικές Οδοντιατρικές και Πολυτεχνικές σχολές.

Άλλαξε η κυβέρνηση και ήρθε το κόμμα της «αριστείας». Θα περίμενε κανείς ότι το πρώτο που θα έκανε θα ήταν να καταργήσει αυτόν τον επαίσχυντο νόμο. Αμ δε. Τον διατήρησε χωρίς καμία απολύτως αιδώ και επιπλέον αύξησε και το ποσοστό στο 6%.

 

Εισαγωγή μέσω των διακριθέντων στον αθλητισμό

Τι πιο φυσιολογικό να βοηθάει ένα κράτος κάποιους διακριθέντες αθλητές που με τις διακρίσεις τους μας κάνουν όλους περήφανους αλλά και που διαφημίζουν διεθνώς τη χώρα μας. Και εν τέλει να μεριμνά για την Πανεπιστημιακή τους μόρφωση και καριέρα. Αυτή ακριβώς την ευεργετική διάταξη την εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι επιτήδειοι ώστε με την ολιγόλεπτη συμμετοχή των τέκνων τους σε εθνικές ομάδες από κάποια σπάνια αθλήματα,  να απολαύσουν των ευεργετημάτων του νόμου,  λαμβάνοντας κάποιες επιπλέον μονάδες. Η «τρύπα» αυτή τελικά μετατράπηκε σε ολόκληρη βιομηχανία.

Εισαγωγή μέσω της διάκρισης σε Επιστημονικούς Διαγωνισμούς
Ο νόμος αναφέρει ( και πολύ ορθά ) ότι εάν ένας μαθητής ή μία ομάδα μαθητών διακριθεί σ’ έναν Πανευρωπαϊκό ή Παγκόσμιο επιστημονικό διαγωνισμό καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση και παίρνοντας το χρυσό, τη δεύτερη παίρνοντας το αργυρό ή την τρίτη παίρνοντας το χάλκινο, τότε μπορεί να εισαχθεί στην αντίστοιχη σχολή χωρίς εξετάσεις. Πχ αν ο διαγωνισμός είναι στα Μαθηματικά, μπορεί να εισαχθεί στο Μαθηματικό τμήμα χωρίς εξετάσεις. Σε πολλούς όμως Διαγωνισμούς, τα χρυσά τα αργυρά και τα χάλκινα μετάλλια δίνονται με ποσοστά. Έτσι ένας μαθητής ή μία ομάδα μαθητών μολονότι έχει καταταγεί για παράδειγμα 40ος μπορεί να πάρει χάλκινο μετάλλιο. Δικαιούται αυτός ή τα μέλη αυτής της ομάδας των ευνοϊκών διατάξεων; Το ερώτημα τέθηκε στο Υπουργείο Παιδείας όταν ήταν Υπουργός η  Κα Κεραμέως από την Επιστημονική Ένωση που διοργανώνει έναν από τους πολλούς Ευρωπαϊκούς Διαγωνισμούς. Δεν δόθηκε ποτέ απάντηση. Άλλη λοιπόν μια «τρύπα» του συστήματος.

Η δομή του 1ου θέματος των Πανελληνίων Εξετάσεων
Εθιμοτυπικά και όχι γιατί αναφέρεται στο νόμο, το πρώτο θέμα των Πανελληνίων Εξετάσεων είναι πάντα κλειστού τύπου. Πιο συγκεκριμένα αποτελείται από 4 υποθέματα που το καθένα περιλαμβάνει 4 ερωτήσεις που η μία είναι η σωστή. Ο μαθητής θα πρέπει να τσεκάρει τη σωστή απάντηση από το κάθε υποθέμα. Αποτελείται και από ένα 5ο υποθέμα με 5 επιμέρους ερωτήσεις σωστού λάθους. Λόγω της φύσης αυτού του θέματος, το οποίο σημειωτέον παίρνει 25 μονάδες στις 100, αρκετοί μαθητές αντιγράφουν, αφού είναι εύκολη η αντιγραφή μέσω ενός προ συνεννοημένου νοηματικού κώδικα. Έτσι οι έντιμοι μαθητές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση αφού τις 25 αυτές μονάδες τις καρπώνονται ακόμη και οι μαθητές που δεν γνωρίζουν τις σωστές απαντήσεις, αρκεί να έχουν το θράσος να τις αντιγράψουν. Αυτό είναι γνωστόν τοις πάσι. Παρόλα αυτά το Υπουργείο συνεχίζει να εφαρμόζει αυτή τη δομή εξέτασης για το πρώτο θέμα, χαρίζοντας ένα μπόνους βαθμολογίας στους μαθητές που έχουν το θράσος της αντιγραφής. Ίσως η τακτική αυτή του Υπουργείου να έχει ως στόχο την πλασματική αύξηση του μέσου όρου της βαθμολογίας. Γιατί ένας χαμηλός μέσος όρος, είναι αποκαλυπτικός για το χαμηλό ποιοτικό επίπεδο σπουδών της Β/θμιας εκπαίδευσης.  

Η ανωνυμία των θεματοδοτών
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει καθιερωθεί να μην ανακοινώνονται τα ονόματα των θεματοδοτών μετά το πέρας τον εξετάσεων, με το σκεπτικό την προσωπική τους προστασία. Αλίμονο όμως αν το κράτος υπό το φόβο της χειροδικίας κάποιων στελεχών να τα κρατάει σε ανωνυμία. Φανταστείτε αυτός ο παραλογισμός να επεκτείνεται και στους Δικαστικούς, ή στους Χειρουργούς Δημόσιων Νοσοκομείων. Αυτή η ανωνυμία κινεί δικαιολογημένες πιθανά υποψίες σχετικές με το αδιάβλητο των εξετάσεων. Γιατί η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια. Θα πρέπει να φαίνεται και τίμια. Αν για παράδειγμα αποκαλυφθούν τα ονόματα των θεματοδοτών των τελευταίων ετών και βρεθεί ότι ανήκουν σε έναν στενό κύκλο γεωγραφικών περιοχών ακόμη και σχολείων, τότε για ποιο αδιάβλητο των Πανελληνίων Εξετάσεων θα μπορούσαμε να συζητάμε; Από την άλλη, κάποιοι επιτήδειοι, αφήνουν εσκεμμένως να διαρρεύσει η φήμη ότι ανήκουν στους θεματοδότες ( αλήθεια ή ψέμα κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει) ώστε οι τιμές από τα ιδιαίτερά τους να εκτινάσσονται στα ύψη.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι «τρύπες» που έχουν ανοιχτεί είναι τόσες πολλές, που το αδιάβλητο και το σουρωτήρι έχουν γίνει έννοιες ταυτόσημες. Η μόνη θεραπεία νομίζω  ότι είναι να πάψουμε να σιωπούμε με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος.

Γι αυτό αφιερώνω το  ποίημα Σώπα  μη μιλάς του Αζίζ Νεσίν στους αναγνώστες του παραπάνω σημειώματος.


Τρίτη 2 Απριλίου 2024

 

ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΤΩΝΕΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ PISA;

 

Το πρόβλημα της διαρκούς αποτυχίας μας στον διαγωνισμό PISA θα το παρομοίαζα με έναν υπερτασικό ασθενή. Ο ασθενής για αρκετό καιρό διαπιστώνει ότι η πίεσή του συνεχώς αυξάνεται. Αναρωτιέται μήπως το όργανο που χρησιμοποιεί είναι χαλασμένο. Αλλά δεν έχει και άλλο όργανο. (Αλήθεια διαθέτει η χώρα μας άλλον μηχανισμό αξιολόγησης της παρεχόμενης παιδείας στους μαθητές μας; ) Ο ασθενής μας αποφασίζει να πάει σε κάποιους γιατρούς. Από το 2003 που παρατηρεί την πίεσή του ν’ αυξάνεται πήγε σε τόσους γιατρούς όσοι κατά σύμπτωση και οι Υπουργοί Παιδείας που πέρασαν από την Ελλάδα. Βελτίωση όμως καμία. Αντιθέτως η κατάστασή του συνεχώς επιδεινωνόταν. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και ένα άλλο όργανο, το οποίο όμως μετρούσε μόνο τη μία από τις δύο πιέσεις! Με την ίδια λογική το Υπουργείο διοργάνωσε πριν από μερικά χρόνια έναν διαγωνισμό που τον ονόμασε Ελληνική PISA, αφαιρώντας από το διαγωνισμό την αξιολόγηση στις Φυσικές Επιστήμες!

Ποια όμως είναι τα αίτια αυτής της αποτυχίας μας δεδομένου ότι έχουμε καταταγεί τελευταίοι στην Ε.Ε; Πριν αναφερθούμε στα αίτια ας εξετάσουμε τρεις πίνακες που έχουν να κάνουν με το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, με τις δαπάνες για την παιδεία και τέλος με τα αποτελέσματα του τελευταίου διαγωνισμού PISA.

Από τους πίνακες αυτούς διαπιστώνουμε ότι μολονότι η χώρα μας δεν είναι η τελευταία στο ΑΕΠ είναι η τελευταία στις δαπάνες για την παιδεία. Τελευταία είναι και στα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA. Αυτή η σύμπτωση είναι πολύ πιθανό να μην είναι τυχαία. Ίσως και ν’ αποτελεί τη βασικότερη αιτία της αποτυχίας της χώρας μας στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι υπάρχει μία πλήρης συσχέτιση των δαπανών για την παιδεία με την επιτυχία στον διαγωνισμό. Από τους πίνακες παρατηρούμε ότι υπάρχουν  χώρες που μολονότι δίνουν πολλά χρήματα για την παιδεία δεν έχουν τα αντίστοιχα καλά αποτελέσματα στον διαγωνισμό όπως πχ η Λιθουανία ή η Σουηδία και αντιθέτως υπάρχουν και χώρες που πήγαν καλά στον διαγωνισμό με μικρές εν γένει δαπάνες για την παιδεία όπως πχ η Ιταλία, Ολλανδία, Ιρλανδία κλπ. Αυτό ίσως να οφείλεται ότι σε κάποιες χώρες υπάρχουν ήδη καλές υποδομές με αποτέλεσμα με λιγότερα χρήματα να είναι δυνατή η παροχή μιας ποιοτικής εκπαίδευσης, ενώ κάποιες άλλες να μην κάνουν σωστή διαχείριση των πόρων που διατίθενται για την παιδεία.   

Μία δεύτερη αιτία θεωρώ ότι είναι η απαξίωση του διαγωνισμού από την μεριά των εκπαιδευτικών και κατά συνέπεια και των μαθητών. Δεν δίνονται κίνητρα ώστε οι μαθητές να καταβάλουν μία αξιόλογη προσπάθεια για να πάνε καλά στον διαγωνισμό. Προτιμούν να τελειώσουν γρήγορα ώστε να αξιοποιήσουν πιο ευχάριστα το χρόνο τους, αφού γνωρίζουν ότι για τυχόν αποτυχία τους στο διαγωνισμό δεν θα υπάρχει καμία συνέπεια. Δεν γνωρίζω το αντίστοιχο περιβάλλον που επικρατεί στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Θεωρώ όμως ότι αν θέλουμε να πάμε καλύτερα στον διαγωνισμό θα πρέπει με κάποιον τρόπο να δώσουμε κίνητρα στους μαθητές μας.

Ο διαγωνισμός PISA αναφέρεται στην υποχρεωτική εκπαίδευση της κάθε χώρας. Και αναφέρεται στην στοιχειώδη δυνατότητα έκφρασης και κατανόησης κειμένου, στοιχειώδους  χρήσης των μαθηματικών σε προβλήματα της καθημερινότητας καθώς και σε άντληση των σωστών συμπερασμάτων από ένα πλήθος δεδομένων ή γραφικών παραστάσεων κλπ. Άρα αναφέρεται εν γένει στη δυνατότητα των μαθητών μας να σκέφτονται κριτικά και ορθολογικά.

Έτσι μία τρίτη αιτία για την αποτυχία μας, θεωρώ ότι είναι ο εσφαλμένος προσανατολισμός των Α.Π.Σ ο οποίος προσανατολίζεται περισσότερο στην απομνημόνευση πλήθους εγκυκλοπαιδικών γνώσεων και μεθοδολογιών με στόχο πάντα τις πανελλήνιες εξετάσεις, και λιγότερο στην ανάπτυξη τους ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης. Με αυτόν τον προσανατολισμό έχει προσαρμοστεί εδώ και χρόνια και ο τρόπος διδασκαλίας των εκπαιδευτικών μας. Άρα εκτός της αλλαγής πλεύσης των Α.Π.Σ απαιτείται και η αντίστοιχη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Για απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού θα αναφέρω την απάντηση ενός Λετονού μαθητή ο οποίος όταν ρωτήθηκε τι έκανε ώστε να πρωτεύσει στον διαγωνισμό, απάντησε ότι δεν έκανε απολύτως τίποτα αφού οι ερωτήσεις ήταν πολύ εύκολες που η απάντησή τους απαιτούσε απλά την επίκληση της κοινής λογικής.

Τελειώνω αυτό το σημείωμα με την ελπίδα ότι οι παραπάνω επισημάνσεις θα φανούν χρήσιμες σε όποιους θελήσουν στο μέλλον ν’ αλλάξουν την παρούσα ζοφερή κατάσταση της χώρας μας στο χώρο της Παιδείας.

    

Δαπανές για την παιδεία

Αποτελέσματα στον διαγωνισμό

1

Ελβετία

15,6

508

2

Εσθονία

14,3

510

3

Σουηδία

13,5

482

4

Λιθουανία

12,7

475

5

Μάλτα

12,7

466

6

Λετονία

12,6

482

7

Ιρλανδία

12

492

8

Δανία

11,9

489

9

Σλοβενία

11,9

485

10

Βέλγιο

11,5

489

11

Πολωνία

11,3

489

12

Ολλανδία

11

493

13

Τσεχία

11

487

14

Κροατία

10,7

463

15

Βουλγαρία

10,6

417

16

Ουγγαρία

10,4

473

17

Νορβηγία

10,3

468

18

Φιλανδία

10,2

484

19

Πορτογαλία

9,7

472

21

Σλοβακία

9,4

464

22

Ισπανία

9,1

473

23

Γαλλία

8,9

474

24

Γερμανία

8,8

475

25

Αυστρία

8,8

487

26

Ρουμανία

8,1

428

27

Ιταλία

7,4

471

28

Ελλάδα

7,1

430

 

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

 Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16
Αποτελεί προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή ενίσχυση της ταξικής παιδείας 


Η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του συντάγματος αναφέρει:
-Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Η βούληση της Ν.Δ., εκφρασμένη δια στόματος του Πρωθυπουργού, είναι η νομική ρύθμιση που θα επιτρέπει την ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων στη χώρα μας. Μία ρύθμιση που θα επιφέρει την άρση της απομόνωσης της Ελλάδας από τον υπόλοιπο κόσμο, όπως σημειώνει ο Οδυσσέας Ζώρας, Γενικός Γραμματέας της Ανώτατης Εκπαίδευσης. 
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι, δυστυχώς, η κοινωνική πρόνοια, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, αρχίζει να «ξηλώνεται», αλλού αργά-αργά και αλλού γρηγορότερα. Αυτή είναι μία συνειδητή επιλογή των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, που αντιτίθενται πεισματικά στη φιλοσοφία του κοινωνικού κράτους, δηλαδή στην ισότητα των παροχών σε παιδεία, υγεία κ.λπ. για όλους τους πολίτες.
Στη χώρα μας η αναθεώρηση ή παράκαμψη του άρθρου 16 έχει γίνει σημαία από τη Ν.Δ.. Θα παρουσιάσω τα σχετικά επιχειρήματα της κυβέρνησης, αντικρούοντας το καθένα από αυτά.

1ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ:      Γιατί να μην μπορεί κάποιος να σπουδάσει στον τόπο του, εφόσον διαθέτει τα απαιτούμενα χρήματα, και να αναγκάζεται να ξενιτευτεί, μεταφέροντας συνάλλαγμα έξω από τη χώρα;

Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα (άρα και το αντίστοιχο συνάλλαγμα) των φοιτητών που φεύγουν στο εξωτερικό σπουδάζουν σε σχολές υψηλής ζήτησης, όπως Ιατρική, Οδοντιατρική, Φαρμακευτική, Πολυτεχνείο κ.λπ.  Ελάχιστος έως μηδενικός είναι ο αριθμός των φοιτητών μας που ξενιτεύεται, για να σπουδάσει ιστορία, βιβλιοθηκονομία, μαθηματικά, φυσική κ.λπ.. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι βάσεις των σχολών αυτών βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα και έτσι με μικρή σχετικά προσπάθεια μπορεί κάποιος υποψήφιος να εισαχθεί σε αυτά τα τμήματα. Άρα, για να μην φεύγει το συνάλλαγμα έξω, θα πρέπει να δημιουργηθούν στην Ελλάδα Ιατρικές και Πολυτεχνικές σχολές είτε από δωρεές ευεργετών, όπως συμβαίνει στα μεγάλα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης κ.λπ. (αλήθεια πιστεύει κάποιος ότι θα βρεθούν στην Ελλάδα οι εθνικοί ευεργέτες που θα επενδύσουν σε έναν τέτοιο σκοπό;) είτε από παραρτήματα Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Στη δεύτερη περίπτωση, το κίνητρο θα είναι σίγουρα το κέρδος, με αποτέλεσμα και πάλι χρήματα ελληνικά να καταλήγουν στο εξωτερικό, ενώ επιπλέον το επίπεδο σπουδών θα είναι επικίνδυνα χαμηλό, όπως συνέβαινε παλαιότερα σε αρκετές ανατολικές χώρες, όπου τα πτυχία εξαγοράζονταν με μερικούς τενεκέδες λάδι. Αυτή την περίοδο οι φοιτητές που επιδιώκουν να γίνουν Ιατροί ή Οδοντίατροι αλλά αποτυγχάνουν στις Πανελλήνιες, εφόσον έχουν την οικονομική δυνατότητα, μπορούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό είτε στην Κύπρο είτε στις πρώην ανατολικές χώρες. Είναι η μοναδική μερίδα των φοιτητών που θα ευνοηθούν από την κατάργηση του άρθρου 16, εφόσον βέβαια δημιουργηθούν οι αντίστοιχες σχολές στην Ελλάδα.

2ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ: Γιατί να μην εφαρμόσουμε ό,τι ισχύει και σε πάρα πολλά κράτη της Δύσης και της Ανατολής;

Πρώτον, δεν είναι πάρα πολλά τα κράτη που έχουν μεγάλο ποσοστό Ιδιωτικών Πανεπιστημίων σε σχέση με τα Δημόσια, και επιπλέον τα περισσότερα Πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν είναι ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις αλλά εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Δεύτερον, γιατί να μιμηθούμε κράτη όπως η Αμερική, η Βρετανία και τελευταία και η Κύπρος, τα οποία χρησιμοποιούν την παροχή παιδείας ως μέσο εισροής συναλλάγματος, και όχι κράτη όπως η Ολλανδία, η Γερμανία ή τα Σκανδιναβικά, που δεν εμπορεύονται την προσφορά γνώσεων με στόχο την εισαγωγή συναλλάγματος, γι’ αυτό και έχουν ελάχιστα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια;
Τρίτον, η χώρα μας δεν χρειάζεται Ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, αφού η τεχνολογία έχει άμεση σχέση με την ισχύ άρα και την ανεξαρτησία ενός κράτους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σύνδεση των Πανεπιστημίων με την αγορά και με την αναβάθμιση της διοίκησης των Πανεπιστημίων, με στόχο την ανάδειξη μίας παραγωγικής αξιοκρατικής άμιλλας τόσο μέσα όσο έξω από αυτά. Η πραγματοποίηση, βέβαια, των παραπάνω απαιτεί μία γενναία χορηγία από το κράτος, την οποία ωστόσο οφείλει να κάνει, αφού η καλύτερη επένδυση ενός κράτους είναι η επένδυση στην Παιδεία. Και εν προκειμένω στη Δημόσια Παιδεία.

3ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ: Γιατί κάποιος που τελείωσε ένα Ιδιωτικό Κολλέγιο του εσωτερικού, το οποίο θεωρείται ισοδύναμο με κάποιο Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, να μην έχει τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με κάποιον που τελείωσε ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο ;

Τα ίδια εργασιακά δικαιώματα είναι σωστό και δίκαιο να τα έχουν κάποιοι που έχουν τελειώσει εφάμιλλες σχολές. Αντίθετα, είναι αδικία να αποκτάει τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με κάποιον που τελείωσε ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο, κάποιος που τελείωσε ένα Κολλέγιο αμφιβόλου αξίας, με μοναδικό προσόν του το ότι διέθεσε τα απαιτούμενα χρήματα για τα δίδακτρα. Αυτή είναι αλήθεια η αριστεία και η αξιοκρατία που επικαλείται ότι πρεσβεύει η Ν.Δ.; Επίσης, η παραπάνω αδικία ενισχύεται από το νομοθέτημα της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ). Η ΕΒΕ που την θέλουμε, ώστε να υπάρχει ένας πήχης, για να μην εισέρχονται «αγράμματοι» σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, γιατί να ισχύει μόνο για τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι και για την ιδιωτική;
Σχετικό ευθυμογράφημα θα βρείτε στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://panosmourouzis.blogspot.com/2020/02/blog-post.html

4ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ:      Γιατί να εμμένει η Αριστερά στη διατήρηση του άρθρου 16, αφού το μόνο που εξυπηρετεί αυτό είναι κάποια συντεχνιακά συμφέροντα καθηγητών και φροντιστών;

Το άρθρο 16 δεν εξυπηρετεί κάποια συντεχνιακά συμφέροντα καθηγητών και φροντιστών, αλλά αποτελεί στολίδι του Ελληνικού Συντάγματος. Ως Έλληνες δεν μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τη χώρα μας για πολλά πράγματα. Δεν μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για τη γραφειοκρατία, για την αναξιοκρατία, την πολυνομία, τους αργούς ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης, την έλλειψη σεβασμού τόσο του κράτους προς τον πολίτη όσο και του πολίτη προς το κράτος και τόσα άλλα. Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που το Σύνταγμά μας περιέχει το άρθρο 16. Να είμαστε υπερήφανοι που μία ολόκληρη γενιά γιατρών, μηχανικών, δικηγόρων, καθηγητών και τόσων άλλων επιστημόνων προέρχεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την κατώτερη και τη μεσαία οικονομική τάξη. Κι αυτό, όταν σε πολλές χώρες οι σπουδές και η επαγγελματική αποκατάσταση μέσω αυτών αποτελούν άπιαστο όνειρο για τους φτωχούς. Ας μην ξεχνάμε ότι η αμερικανική οικονομία πνίγεται από 1,77 τρισεκατομμύρια δολάρια λόγω αδυναμίας αποπληρωμής φοιτητικών δανείων.
Επομένως, το άρθρο 16 πρέπει να αποτελεί «εμμονή» για την Αριστερά, όπως «εμμονή» θα πρέπει να αποτελεί και η υπεράσπιση της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η  προστασία των αδύναμων κοινωνικών ομάδων, και τόσα άλλα. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πολλά τα κακώς κείμενα στα Δημόσια Ελληνικά Πανεπιστήμια (οικογενειοκρατία, έλλειψη ασφάλειας και σεβασμού των χώρων τους κ.λπ.), και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η εμμονή για την τήρηση του άρθρο 16 ν’ αποτελεί την κολυμβήθρα του Σιλωάμ γι’ αυτά.
Όμως, για να είμαστε ξεκάθαροι και αληθινοί, η κατάργηση του άρθρου 16 ισοδυναμεί με την εδραίωση μιας κοινωνίας, στην οποία διογκώνονται οι ανισότητες και αυξάνεται το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Μιας κοινωνίας όπου υπέρτατος σκοπός είναι το κέρδος με οποιοδήποτε κόστος. Θα λέγαμε ψέματα, αν ισχυριζόμασταν ότι η παιδεία στις ημέρες μας δεν είναι ταξική. Ότι ο δρόμος προς τη μόρφωση και την επαγγελματική αποκατάσταση παρέχεται ισότιμα σε όλους τους πολίτες φτωχούς και πλούσιους. Ωστόσο, με την αναθεώρηση ή παράκαμψη του άρθρου 16 η παιδεία θα γίνει ακόμη πιο ταξική. Οι εύποροι θα έχουν ακόμη περισσότερες δυνατότητες στη μόρφωση, άρα και στην απόκτηση τίτλων που ανοίγουν το δρόμο για υψηλές θέσεις στη διοίκηση και στην αγορά εργασίας.
Ας σκεφτούμε, λοιπόν, σοβαρά. Πόσο πράγματι μας πείθουν τα επιχειρήματα για την αναθεώρηση-κατάργηση του άρθρου 16; Ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να λεγόμαστε υπεύθυνοι πολίτες. Θα επιτρέψουμε την προσπάθεια ισοπέδωσης του ενιαίου και δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας; Της ίδιας προσπάθειας που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της υγείας, της ασφάλειας, του νερού, των παραλιών και τόσων άλλων δημόσιων αγαθών; Θα επιτρέψουμε την ενίσχυση των οικονομικών διαφορών και τη δημιουργία μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, πλούσιων και φτωχών; Εν τέλει, θα αγωνιστούμε μαζικά για τη διατήρηση του άρθρου 16, δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι σεβόμαστε το Σύνταγμά μας, ή θα επιτρέψουμε να παραβιαστεί το Σύνταγμα, ανοίγοντας έτσι την «κερκόπορτα»;

Τέλος θεωρώ ότι αν κάποιος αναγνώστης διαφωνεί με τις παραπάνω απόψεις πιστεύοντας ότι το άρθρο 16 πρέπει να καταργηθεί, σίγουρα θα πρέπει να συμφωνήσει ότι η κατάργηση του άρθρου μέσα από τις διαδικασίες με τις οποίες επιχειρείται, είναι μία πολύ επικίνδυνη εκτροπή από το δημοκρατικό μας πολίτευμα.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

 

Μερικές σκέψεις σχετικά με την τελευταία κρίση των Διευθυντών των σχολείων

 

Συνταξιούχος πλέον εκπαιδευτικός μετά από 37 έτη υπηρεσίας και με συμμετοχή στο προηγούμενο συμβούλιο κρίσεων  των διευθυντών του νομού Κέρκυρας, θεωρώ ότι έχω και την εμπειρία αλλά και την πρέπουσα αποστασιοποίηση από τα δρώμενα, ώστε να εκφράσω μερικές σκέψεις σχετικά με τις κρίσεις στελεχών,  πάνω και πέρα από οποιαδήποτε σκοπιμότητα.  

Μία διαδικασία επιλογής έχει πάντα ως στόχο να επιλέξει τους καλύτερους. Ποιοί όμως διευθυντές είναι οι καλύτεροι; Προφανώς θα ισχυριζόταν κάποιος ότι καλύτεροι είναι οι διευθυντές που φροντίζουν ώστε τα σχολεία τους να γίνουν αλλά και να παραμείνουν τα καλύτερα. Τι χαρακτηρίζει όμως ένα καλό σχολείο και ποιοι θα κρίνουν αν κάποιο σχολείο είναι καλό; Είναι οι υποδομές του σχολείου; Μα σε αυτές ο διευθυντής δεν παίζει κανένα ρόλο. Είναι η ποιότητα των μαθητών και των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο σχολείο; Ούτε και σ’ αυτό παίζει ρόλο ένας διευθυντής. Τότε τι ονομάζουμε καλό σχολείο και τι κατ’ επέκταση καλό διευθυντή;

Καλός διευθυντής κατά τη γνώμη μου, είναι αυτός που πετυχαίνει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε ο κάθε εκπαιδευτικός αλλά και ο κάθε μαθητής να μπορούν ν’ αποδώσουν τα μέγιστα. Το σχολείο έχει ως στόχο να παρέχει ήθος και παιδεία στους μαθητές του. Η παροχή αυτή πρέπει να αξιολογείται από το κράτος, αλλά και από τους γονείς που εμπιστεύονται τη μόρφωση των παιδιών τους στο συγκεκριμένο σχολείο. Ο ρόλος του συλλόγου γονέων στη λειτουργία του σχολείου σε όλη την Ευρώπη είναι πολύ πιο ουσιαστικός από ότι στη χώρα μας.

Ορίζοντας λοιπόν τι εννοούμε λέγοντας καλός διευθυντής, εύκολα διαπιστώνουμε ότι με τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την επιλογή των διευθυντών είναι  πρακτικά αδύνατο να επιλεγούν οι πιο ικανοί. Και αυτό γιατί με τις διαδικασίες που ισχύουν, ο κάθε υποψήφιος συλλέγει ένα σύνολο μορίων από κάποια αντικειμενικά κριτήρια όπως πχ μεταπτυχιακοί τίτλοι, παρουσιάσεις εργασιών σε συνέδρια, συγγραφικό έργο, γνώση ξένων γλωσσών, γνώση υπολογιστών, διοικητική εμπειρία κλπ καθώς και από μία συνέντευξη.  Θεωρώ ότι τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να αναδεικνύουν το επιστημονικό-παιδαγωγικό  έργο ενός εκπαιδευτικού, αυτό όμως δεν συνάδει απαραίτητα και με την ικανότητα του για μία πετυχημένη διοίκηση. Από την άλλη, μία συνέντευξη μισής το πολύ ώρας είναι αδύνατο να αναδείξει μία χαρισματική ή και μία προβληματική προσωπικότητα.  Επίσης είναι εντελώς ανέφικτο σε μία συνέντευξη να υπάρχει πλήρης αντικειμενικότητα και διαφάνεια πέρα και πάνω από κάθε κομματική σκοπιμότητα ή ακόμα και από προσωπικές επαφές ιδίως σε μικρές κοινωνίες.

Στις προηγούμενες κρίσεις σημαντικό ρόλο στη βαθμολογία των υποψηφίων έπαιζε η άποψη των διδασκόντων. Στις φετινές κρίσεις δεν υπήρχε αυτή η παράμετρος. Θεωρώ ότι και οι δύο αυτές απόψεις έχουν τ’ αρνητικά τους. Είναι λάθος να κρίνεται η επιλογή ενός διευθυντή από το σύλλογο διδασκόντων, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση ο διευθυντής θα πρέπει να γίνεται αρεστός στο σύλλογο με κάθε κόστος για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Αλλά είναι  λάθος επίσης να μην λαμβάνεται καθόλου η γνώμη των διδασκόντων, αφού μία ολική αντιπαράθεση διδασκόντων και διεύθυνσης καθιστά αδύνατη τη λειτουργία του σχολείου σωστά και αποδοτικά. Ίσως μία μέση λύση να ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Όπως πχ θα μπορούσε να υιοθετηθεί ο κανόνας ότι για να μπορεί ένας υποψήφιος διευθυντής να συμμετέχει στη διαδικασία κρίσης, να πρέπει να εγκριθεί η υποψηφιότητά του από το 30%-40% του συλλόγου του. 

Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η επιλογή των διευθυντών είναι εκ βάθρων προβληματικός.  Είμαστε ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης που ένας διευθυντής δεν αξιολογείται για το έργο που παρήγαγε ως διευθυντής σε κάποιο σχολείο. Όλοι οι διευθυντές με τον ίδιο χρόνο προϋπηρεσίας ως διευθυντές πριμοδοτούνται με τις ίδιες μονάδες. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί αξιολόγησης της λειτουργίας του σχολείου. 

Υπάρχει όμως άλλος τρόπος επιλογής που να είναι πιο αποτελεσματικός από τον υπάρχοντα ή μήπως είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε  τις υπάρχουσες διαδικασίες με μικρές ίσως παραλλαγές κάθε φορά που πάντα όμως θα οδηγούν στην αποτυχία;

Θεωρώ ότι υπάρχει πράγματι τρόπος να επιλεγούν οι καλύτεροι. Τρόπος όμως που δεν ακολουθείται λόγω κομματικών,  συνδικαλιστικών ή και άλλων σκοπιμοτήτων. Τον τρόπο αυτόν τον ακολουθούν όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί όπως πχ τα νοσοκομεία, ο στρατός, οι τράπεζες της χώρας μας αλλά και όλα τα σχολεία της Ευρώπης.  Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς αλλά και στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης η διαδικασία επιλογής των διευθυντών είναι μία διαδικασία διαρκής. Και αυτό γιατί βασίζεται στην ύπαρξη ιεραρχίας. Ένας διευθυντής ενός σχολείου έχει διοικητικά το βαθμό του διευθυντή. Στην Κύπρο για παράδειγμα η ιεραρχία των εκπαιδευτικών περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Εκπαιδευτικός, Βοηθός Β, Βοηθός Α, Υποδιευθυντής, Διευθυντής, Σύμβουλος, Επιθεωρητής. Ένας εκπαιδευτικός για ν’ αλλάξει βαθμίδα όποτε και όταν δηλώσει ενδιαφέρον, προετοιμάζεται και δοκιμάζεται για 3 έτη. Όταν τα καταφέρει και αλλάξει βαθμίδα, δεν επιστρέφει ποτέ στον προηγούμενο βαθμό εκτός αν υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Το βαθμό του διευθυντή τον έχουν τόσοι περίπου εκπαιδευτικοί  όσα και τα σχολεία. Αν παρεμπιπτόντως προκύψουν περισσότεροι, τότε κάποιοι υπηρετούν στο Υπουργείο ως διευθυντές. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στα Νοσοκομεία μας, στο στρατό, στο ευρύτερο δημόσιο ή και στις Τράπεζες. Μόνο στα σχολεία μας ένας διευθυντής μπορεί να χάσει τη θέση του ως διευθυντής στην επόμενη κρίση. Μόνο στα σχολεία η θέση του διευθυντή δεν είναι θέση διοικητική. Αλήθεια πως μπορεί ένας διευθυντής ν’ ασκήσει σοβαρή διοίκηση όταν γνωρίζει ότι στις επόμενες κρίσεις μπορεί αντιστραφούν οι όροι και να βρεθεί στη θέση του υφισταμένου του;

Το συμπέρασμα είναι ότι αν θέλουμε μία σοβαρή διοίκηση των σχολείων μας θα πρέπει να ξανακτίσουμε την ιεραρχία. Δεν είναι αφελείς π.χ οι Γερμανοί που στα σχολεία τους για να γίνει κάποιος διευθυντής θα πρέπει να περάσει όλες τις βαθμίδες και να είναι τουλάχιστον 54 ετών. Όταν βέβαια καταλάβει τη θέση του διευθυντή, συνταξιοδοτείται από αυτή τη θέση. Για να πραγματοποιηθεί όμως στη χώρα μας μία τέτοια ριζική αλλαγή στη δομή της εκπαίδευσης,  απαιτείται πολιτική βούληση. Πολύ φοβάμαι όμως ότι τέτοια βούληση δεν υπάρχει, επομένως θα πρέπει ίσως ν’ αποδεχτούμε ότι όπως λέει και ο αείμνηστος Ρασούλης  «Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν».