Μερικές σκέψεις σχετικά με την τελευταία κρίση των Διευθυντών των σχολείων
Συνταξιούχος πλέον εκπαιδευτικός μετά από 37 έτη υπηρεσίας και με συμμετοχή στο προηγούμενο συμβούλιο κρίσεων των διευθυντών του νομού Κέρκυρας, θεωρώ ότι έχω και την εμπειρία αλλά και την πρέπουσα αποστασιοποίηση από τα δρώμενα, ώστε να εκφράσω μερικές σκέψεις σχετικά με τις κρίσεις στελεχών, πάνω και πέρα από οποιαδήποτε σκοπιμότητα.
Μία διαδικασία επιλογής έχει πάντα ως στόχο να επιλέξει τους καλύτερους. Ποιοί όμως διευθυντές είναι οι καλύτεροι; Προφανώς θα ισχυριζόταν κάποιος ότι καλύτεροι είναι οι διευθυντές που φροντίζουν ώστε τα σχολεία τους να γίνουν αλλά και να παραμείνουν τα καλύτερα. Τι χαρακτηρίζει όμως ένα καλό σχολείο και ποιοι θα κρίνουν αν κάποιο σχολείο είναι καλό; Είναι οι υποδομές του σχολείου; Μα σε αυτές ο διευθυντής δεν παίζει κανένα ρόλο. Είναι η ποιότητα των μαθητών και των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο σχολείο; Ούτε και σ’ αυτό παίζει ρόλο ένας διευθυντής. Τότε τι ονομάζουμε καλό σχολείο και τι κατ’ επέκταση καλό διευθυντή;
Καλός διευθυντής κατά τη γνώμη μου, είναι αυτός που πετυχαίνει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε ο κάθε εκπαιδευτικός αλλά και ο κάθε μαθητής να μπορούν ν’ αποδώσουν τα μέγιστα. Το σχολείο έχει ως στόχο να παρέχει ήθος και παιδεία στους μαθητές του. Η παροχή αυτή πρέπει να αξιολογείται από το κράτος, αλλά και από τους γονείς που εμπιστεύονται τη μόρφωση των παιδιών τους στο συγκεκριμένο σχολείο. Ο ρόλος του συλλόγου γονέων στη λειτουργία του σχολείου σε όλη την Ευρώπη είναι πολύ πιο ουσιαστικός από ότι στη χώρα μας.
Ορίζοντας λοιπόν τι εννοούμε λέγοντας καλός διευθυντής, εύκολα διαπιστώνουμε ότι με τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την επιλογή των διευθυντών είναι πρακτικά αδύνατο να επιλεγούν οι πιο ικανοί. Και αυτό γιατί με τις διαδικασίες που ισχύουν, ο κάθε υποψήφιος συλλέγει ένα σύνολο μορίων από κάποια αντικειμενικά κριτήρια όπως πχ μεταπτυχιακοί τίτλοι, παρουσιάσεις εργασιών σε συνέδρια, συγγραφικό έργο, γνώση ξένων γλωσσών, γνώση υπολογιστών, διοικητική εμπειρία κλπ καθώς και από μία συνέντευξη. Θεωρώ ότι τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να αναδεικνύουν το επιστημονικό-παιδαγωγικό έργο ενός εκπαιδευτικού, αυτό όμως δεν συνάδει απαραίτητα και με την ικανότητα του για μία πετυχημένη διοίκηση. Από την άλλη, μία συνέντευξη μισής το πολύ ώρας είναι αδύνατο να αναδείξει μία χαρισματική ή και μία προβληματική προσωπικότητα. Επίσης είναι εντελώς ανέφικτο σε μία συνέντευξη να υπάρχει πλήρης αντικειμενικότητα και διαφάνεια πέρα και πάνω από κάθε κομματική σκοπιμότητα ή ακόμα και από προσωπικές επαφές ιδίως σε μικρές κοινωνίες.
Στις προηγούμενες κρίσεις σημαντικό ρόλο στη βαθμολογία των υποψηφίων έπαιζε η άποψη των διδασκόντων. Στις φετινές κρίσεις δεν υπήρχε αυτή η παράμετρος. Θεωρώ ότι και οι δύο αυτές απόψεις έχουν τ’ αρνητικά τους. Είναι λάθος να κρίνεται η επιλογή ενός διευθυντή από το σύλλογο διδασκόντων, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση ο διευθυντής θα πρέπει να γίνεται αρεστός στο σύλλογο με κάθε κόστος για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Αλλά είναι λάθος επίσης να μην λαμβάνεται καθόλου η γνώμη των διδασκόντων, αφού μία ολική αντιπαράθεση διδασκόντων και διεύθυνσης καθιστά αδύνατη τη λειτουργία του σχολείου σωστά και αποδοτικά. Ίσως μία μέση λύση να ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Όπως πχ θα μπορούσε να υιοθετηθεί ο κανόνας ότι για να μπορεί ένας υποψήφιος διευθυντής να συμμετέχει στη διαδικασία κρίσης, να πρέπει να εγκριθεί η υποψηφιότητά του από το 30%-40% του συλλόγου του.
Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η επιλογή των διευθυντών είναι εκ βάθρων προβληματικός. Είμαστε ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης που ένας διευθυντής δεν αξιολογείται για το έργο που παρήγαγε ως διευθυντής σε κάποιο σχολείο. Όλοι οι διευθυντές με τον ίδιο χρόνο προϋπηρεσίας ως διευθυντές πριμοδοτούνται με τις ίδιες μονάδες. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί αξιολόγησης της λειτουργίας του σχολείου.
Υπάρχει όμως άλλος τρόπος επιλογής που να είναι πιο αποτελεσματικός από τον υπάρχοντα ή μήπως είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τις υπάρχουσες διαδικασίες με μικρές ίσως παραλλαγές κάθε φορά που πάντα όμως θα οδηγούν στην αποτυχία;
Θεωρώ ότι υπάρχει πράγματι τρόπος να επιλεγούν οι καλύτεροι. Τρόπος όμως που δεν ακολουθείται λόγω κομματικών, συνδικαλιστικών ή και άλλων σκοπιμοτήτων. Τον τρόπο αυτόν τον ακολουθούν όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί όπως πχ τα νοσοκομεία, ο στρατός, οι τράπεζες της χώρας μας αλλά και όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς αλλά και στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης η διαδικασία επιλογής των διευθυντών είναι μία διαδικασία διαρκής. Και αυτό γιατί βασίζεται στην ύπαρξη ιεραρχίας. Ένας διευθυντής ενός σχολείου έχει διοικητικά το βαθμό του διευθυντή. Στην Κύπρο για παράδειγμα η ιεραρχία των εκπαιδευτικών περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Εκπαιδευτικός, Βοηθός Β, Βοηθός Α, Υποδιευθυντής, Διευθυντής, Σύμβουλος, Επιθεωρητής. Ένας εκπαιδευτικός για ν’ αλλάξει βαθμίδα όποτε και όταν δηλώσει ενδιαφέρον, προετοιμάζεται και δοκιμάζεται για 3 έτη. Όταν τα καταφέρει και αλλάξει βαθμίδα, δεν επιστρέφει ποτέ στον προηγούμενο βαθμό εκτός αν υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Το βαθμό του διευθυντή τον έχουν τόσοι περίπου εκπαιδευτικοί όσα και τα σχολεία. Αν παρεμπιπτόντως προκύψουν περισσότεροι, τότε κάποιοι υπηρετούν στο Υπουργείο ως διευθυντές. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στα Νοσοκομεία μας, στο στρατό, στο ευρύτερο δημόσιο ή και στις Τράπεζες. Μόνο στα σχολεία μας ένας διευθυντής μπορεί να χάσει τη θέση του ως διευθυντής στην επόμενη κρίση. Μόνο στα σχολεία η θέση του διευθυντή δεν είναι θέση διοικητική. Αλήθεια πως μπορεί ένας διευθυντής ν’ ασκήσει σοβαρή διοίκηση όταν γνωρίζει ότι στις επόμενες κρίσεις μπορεί αντιστραφούν οι όροι και να βρεθεί στη θέση του υφισταμένου του;
Το συμπέρασμα είναι ότι αν θέλουμε μία σοβαρή διοίκηση των σχολείων μας θα πρέπει να ξανακτίσουμε την ιεραρχία. Δεν είναι αφελείς π.χ οι Γερμανοί που στα σχολεία τους για να γίνει κάποιος διευθυντής θα πρέπει να περάσει όλες τις βαθμίδες και να είναι τουλάχιστον 54 ετών. Όταν βέβαια καταλάβει τη θέση του διευθυντή, συνταξιοδοτείται από αυτή τη θέση. Για να πραγματοποιηθεί όμως στη χώρα μας μία τέτοια ριζική αλλαγή στη δομή της εκπαίδευσης, απαιτείται πολιτική βούληση. Πολύ φοβάμαι όμως ότι τέτοια βούληση δεν υπάρχει, επομένως θα πρέπει ίσως ν’ αποδεχτούμε ότι όπως λέει και ο αείμνηστος Ρασούλης «Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου